αειφρουρος

αειφρουρος
    ἀείφρουρος
    ἀεί-φρουρος
    2
    держащий в вечном заточении
    

(οἴκησις, sc. τύμβος Soph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "αειφρουρος" в других словарях:

  • αείφρουρος — ἀείφρουρος, ον (Α) αυτός που πάντοτε φρουρεί, κρατάει κάποιον δέσμιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀεὶ + φρουρά] …   Dictionary of Greek

  • ἀείφρουρος — ever watching masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειφρούροισι — ἀείφρουρος ever watching masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀειφρούρῳ — ἀείφρουρος ever watching masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀείφρουρα — ἀείφρουρος ever watching neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεί — επίρρ. (Α ἀεί) [στα Α και επικά, ιωνικά και ποιητικά αἰεί και αἰέν, δωρικά αἰές και ἀές, λακωνικά αἰέ, βοιωτικά ἀέ και ἠί, αιολικά αἶι(ν) και ἄι(ν)] διαρκώς, συνεχώς, πάντοτε, για πάντα στα νεοελλ. μόνον ως α συνθ. ορισμένων συνθέτων λογίας… …   Dictionary of Greek

  • αειφρούρητος — ἀειφρούρητος, ον (AM) ο αείφρουρος …   Dictionary of Greek

  • κατασκαφής — κατασκαφής, ές (Α) ο πολύ σκαμμένος («ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῑον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις ἀείφρουρος», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σκαφής (< σκάφος «σκάψιμο»), πρβλ. βαθυ σκαφής, νεο σκαφής] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»